- μαστροπώδης
- μαστροπ-ώδης, ες,A like a pander, λόγοι Sch.E. Hec.826.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστροπώδης — μαστροπώδης, ῶδες (Α) [μαστροπός] αυτός που μοιάζει με μαστροπό ή είναι κατάλληλος για μαστροπεία … Dictionary of Greek
μαστροπώδεις — μαστροπώδης like a pander masc/fem acc pl μαστροπώδης like a pander masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)